- Βαβρίου
- Βάβριοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθίαμβοι — μυθίαμβοι, οἱ (ΑΜ) μσν. μύθος, διήγηση η οποία έχει συντεθεί σε χωλιάμβους αρχ. ονομασία συλλογής μύθων, όπως είναι λ.χ. οι Αισώπειοι τού Βαβρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ἴαμβος (πρβλ. χορίαμβος)] … Dictionary of Greek
ДАМАСКИН ПЕЛОПОННЕССКИЙ — [Дамаскин Панайотопулос; греч. Ϫαμασκηνὸς ὁ Πελοποννήσιος] († 1815), ученый мон., дидаскал и писатель периода османского господства. Происходил из г. Димицана (Пелопоннес, Греция), начальное воспитание получил в мон ре Философу близ Димицаны.… … Православная энциклопедия